τζάουλ

τζάουλ
το, Ν
1. μετρολ. μονάδα έργου, ενέργειας και ποσότητας θερμότητας, ισοδύναμη με το έργο που παράγεται από μια δύναμη ενός νιούτον όταν αυτή μετακινεί το σημείο εφαρμογής της κατά τη διεύθυνση και φορά της επί μήκος ενός μέτρου, μονάδα που συμβολίζεται με J
2. φρ. α) «τζάουλ ανά κέλβιν» — μονάδα θερμοχωρητικότητας και εντροπίας στο Διεθνές Σύστημα μονάδων, που συμβολίζεται με J/K και ισοδυναμεί με την αύξηση τής εντροπίας ενός συστήματος το οποίο δέχεται ποσότητα θερμότητας ίση με ένα τζάουλ υπό σταθερή θερμοδυναμική θερμοκρασία ενός κέλβιν, με την προϋπόθεση ότι το σύστημα δεν υφίσταται οποιαδήποτε αναντίστρεπτη μεταβολή
β) «τζάουλ ανά χιλιόγραμμο και κέλβιν» — μονάδα ειδικής θερμότητας ή ειδικής εντροπίας στο Διεθνές Σύστημα μονάδων, που συμβολίζεται με J/kg·K και ισοδυναμεί με την ειδική θερμότητα ενός ομογενούς σώματος, μάζας ενός χιλιογράμμου, στο οποίο η προσφορά μιας ποσότητας θερμότητας ίσης με ένα τζάουλ επιφέρει ανύψωση τής θερμοδυναμικής θερμοκρασίας του κατά ένα κέλβιν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. joule, από το όν. τού Άγγλου φυσικού J. Joule].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Τζάουλ — ο, Ν φρ. α) «εκτόνωση Τζάουλ» φυσ. αδιαβατική εκτόνωση ενός αερίου χωρίς την παραγωγή εξωτερικού έργου, εκτόνωση η οποία, στην περίπτωση ενός ιδανικού αερίου πραγματοποιείται χωρίς μεταβολή τής θερμοκρασίας β) «νόμος Τζάουλ» i) θερμοδυναμικός… …   Dictionary of Greek

  • Τζάουλ, Τζέιμς Πρέσκοτ — (Joule, Σάλφορντ 1818 – Σέιλ Τσέσαϊρ 1889). Άγγλος φυσικός. Γιος εργοστασιάρχη μπίρας έγινε ο ιδιοκτήτης του εργοστασίου του οποίου ανέλαβε τη διεύθυνση. Ασχολήθηκε με επιστημονικές έρευνες παίρνοντας μερικά μαθήματα από τον Ντάλτον και συνέχισε… …   Dictionary of Greek

  • τζάουλ — το άκλ. (λ. αγγλ.), μονάδα για μέτρηση ηλεκτρικής ενέργειας (= 1 βατ επί 1 δευτερόλεπτο) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θερμότητα — Μορφή ενέργειας που μεταφέρεται από ένα σώμα σε ένα άλλο λόγω της ύπαρξης διαφοράς θερμοκρασίας. Στην πλήρη και ακριβή έννοια του όρου θ. φτάσαμε μόνο όταν έγινε δυνατό να αποδειχθεί πειραματικά και θεωρητικά η ισοδυναμία μεταξύ θ. και ενέργειας …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

  • ενέργεια — Ο ορισμός της ε. είναι καρπός μακράς μελέτης και προσπαθειών, οι οποίες εξέτειναν και διεύρυναν την έννοιά της, ώστε να περιλάβει και να πλαισιώσει πλήθος φαινομένων. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ε. μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα ενός συστήματος… …   Dictionary of Greek

  • θερμοηλεκτρισμός — Σύνολο ιδιοτήτων που προκύπτουν από την αλληλεπίδραση μεταξύ ηλεκτρικής και θερμικής ενέργειας που εκδηλώνονται στα φαινόμενα Ζέεμπεκ, Πελτιέ, Τόμσον, εκτός από το φαινόμενο Τζάουλ. φαινόμενο Ζέεμπεκ. Το φαινόμενο Ζέεμπεκ, που είναι και το πιο… …   Dictionary of Greek

  • θερμίδα — Μονάδα ποσότητας θερμότητας (σύμβολο cal) που καθιερώθηκε πριν γίνει αντιληπτό από τους επιστήμονες ότι η θερμότητα είναι μια μορφή ενέργειας. Τότε όριζαν τη θερμότητα με βάση τις μεταβολές που αυτή προκαλούσε στη θερμοκρασία κάποιου σώματος.… …   Dictionary of Greek

  • βατώρα ή βατώριο — Μονάδα ενέργειας στο πρακτικό σύστημα. Χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση της ηλεκτρικής ενέργειας, την οποία έχουν καταναλώσει διάφορες ηλεκτρικές συσκευές στη διάρκεια ορισμένου χρονικού διαστήματος. Ο φυσικός ορισμός της μονάδας είναι: η… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία — Γενικός όρος, με τον οποίο υποδηλώνονται όλες οι ακτινοβολίες που, διαδιδόμενες στον χώρο, μεταφέρουν ενέργεια με τη μορφή ηλεκτρομαγνητικών διαταράξεων του πεδίου. Τα διάφορα είδη ακτινοβολίας χαρακτηρίζονται με βάση τις συχνότητές τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”